φλεγματικός

φλεγματικός
-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία τής κράσης, τύπους τής ιδιοσυγκρασίας τού ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φλεγματικός — abounding in phlegm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με το φλέγμα (βλ. λ.). 2. μτφ., ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος, γαλήνιος: Οι Άγγλοι είναι φλεγματικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεγματικά — φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc pl φλεγματικά̱ , φλεγματικός abounding in phlegm fem nom/voc/acc dual φλεγματικά̱ , φλεγματικός abounding in phlegm fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικώτερον — φλεγματικός abounding in phlegm adverbial comp φλεγματικός abounding in phlegm masc acc comp sg φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικωτέραις — φλεγματικός abounding in phlegm fem dat comp pl φλεγματικωτέρᾱͅς , φλεγματικός abounding in phlegm fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικωτέρων — φλεγματικός abounding in phlegm fem gen comp pl φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικῶν — φλεγματικός abounding in phlegm fem gen pl φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικόν — φλεγματικός abounding in phlegm masc acc sg φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικαῖς — φλεγματικός abounding in phlegm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγματικοῖς — φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”